συμφωνώ

  • 121συμφρονώ — έω, ΜΑ [σύμφρων, ονος] έχω τα ίδια φρονήματα, συμφωνώ («συνεφρόνησαν ἀλλήλοις εἰς τὸ μὴ συντελεῑν», Πολ.) αρχ. 1. συγκατανεύω 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι 3. σκέπτομαι, εξετάζω 4. βρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι («πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν… …

    Dictionary of Greek

  • 122συμφωνητής — ὁ, Μ [συμφωνῶ] 1. αυτός που είναι σε συμφωνία με άλλους 2. (κατ επέκτ.) σύντροφος …

    Dictionary of Greek

  • 123συμφωνητικό — το, Ν [συμφωνώ] έγγραφο με το οποίο συνομολογείται μια συμφωνία, ιδιωτικό συμβόλαιο …

    Dictionary of Greek

  • 124συμφωνούντως — Α επίρρ. συμφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφωνῶν, οῦντος τού συμφωνῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek

  • 125συμφώνημα — τὸ, Α [συμφωνῶ] 1. συμφωνία 2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι …

    Dictionary of Greek

  • 126συμφώνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συμφωνῶ] συμφωνητικό, συμβόλαιο αρχ. 1. συμφωνία 2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου) …

    Dictionary of Greek

  • 127συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… …

    Dictionary of Greek

  • 128συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι …

    Dictionary of Greek