συμφωνώ

  • 111συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …

    Dictionary of Greek

  • 112συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… …

    Dictionary of Greek

  • 113συμμεταβαίνω — Α 1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.) 2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 114συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 115συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… …

    Dictionary of Greek

  • 116συμπλέω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α [πλέω / πλώω] 1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα 2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο 3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 117συμπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α [πνέω] έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.) μσν. εμπνέω αρχ. 1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 118συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 119συμφάσκω — Α συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φάσκω «βεβαιώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 120συμφθέγγομαι — Α 1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.) 2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι 3. μτφ. συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»] …

    Dictionary of Greek