συμφωνώ

  • 101στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102συβάζω — Ν 1. συμβιβάζω 2. μέσ. συβάζομαι α) συμφωνώ, παραδέχομαι β) (σχετικά με ζήτημα ή διαφορά) καταλήγω σε συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβάζω, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 103συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… …

    Dictionary of Greek

  • 104συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …

    Dictionary of Greek

  • 105συγκατανεύω — ΝΜΑ [κατανεύω] συμφωνώ σε κάτι, συναινώ, συγκατατίθεμαι (α. «συγκατανεύει σε καθετί που τού λένε» β. «συγκατένευσε τοῑς λεγομένοις», Πολ.) αρχ. παρέχω συγχρόνως, παραχωρώ ταυτοχρόνως …

    Dictionary of Greek

  • 106συγκατατίθημι — ΝΜΑ [κατατίθημι] μέσ. συγκατατίθεμαι συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι αρχ. καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 107συγκατατεθειμένως — Α επίρρ. με αρμονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατατεθειμένος, μτχ. παρακμ. τού συγκατατίθεμαι «συμφωνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek

  • 108συγκαταφέρω — ΜΑ [καταφέρω, ομαι] παθ. συγκαταφέρομαι κατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ) αρχ. 1. φέρω μαζί προς τα κάτω 2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον 3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ …

    Dictionary of Greek

  • 109συγκλίνω — ΝΑ [κλίνω] κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα νεοελλ. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, ουσα, ον α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού …

    Dictionary of Greek

  • 110συγκλύω — και αττ. τ. ξυγκλύω Α 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή σε κάτι 2. συμφωνώ, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλύω «ακούω, δίνω προσοχή, υπακούω»] …

    Dictionary of Greek