συμφωνώ

  • 11έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …

    Dictionary of Greek

  • 12διομολογώ — διομολογῶ ( έω) (AM) [ομολογώ] συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία αρχ. μσν. αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ αρχ. ( οῡμαι) συμφωνώ με κάποιον σ ένα ζήτημα …

    Dictionary of Greek

  • 13είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …

    Dictionary of Greek

  • 14κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 15καταινώ — καταινῶ, έω (Α) 1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω 2. συμφωνώ με κάποιον όρο 3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ 4. υπόσχομαι 5. αρραβωνιάζω θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …

    Dictionary of Greek

  • 17προδιομολογούμαι — έομαι, Α 1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.) 2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένα σημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 18προσσυγχωρώ — έω, Α συμφωνώ και εγώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συγχωρῶ «συμφωνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 19προσσυντίθεμαι — Α συμφωνώ σε κάτι ακόμη με κάποιον («προσσυνέθεντο τῶν ἐχθρῶν σφαγὰς ποιήσασθαι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συντίθεμαι «συμφωνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 20προσυγχωρώ — έω, Α 1. παραχωρώ προηγουμένως 2. μέσ. προσυγχωροῡμαι, έομαι συμφωνώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συγχωρῶ «συμφωνώ, υποχωρώ, παραχωρώ»] …

    Dictionary of Greek