συμφρόνησις
1συμφρόνησις — agreement fem nom sg …
2συμφρόνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α [συμφρονῶ] 1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια 2. (κατ επέκτ.) αρμονία …
3συμφρονήσει — συμφρόνησις agreement fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμφρονήσεϊ , συμφρόνησις agreement fem dat sg (epic) συμφρόνησις agreement fem dat sg (attic ionic) συμφρονέω to be of one mind with aor subj act 3rd sg (epic) συμφρονέω to be of one mind… …
4συμφρόνησιν — συμφρόνησις agreement fem acc sg …
5συμφροσύνη — ἡ, Α [σύμφρων, ονος] συμφρόνησις* …
6συμφρόνασις — άσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις …
7συμφρόνημα — τὸ, Μ [συμφρονῶ] συμφρόνησις* …
8συμφρονήσεως — συμφρονήσεω̆ς , συμφρόνησις agreement fem gen sg (attic) …
9συμφρόνασις — συμφρόνᾱσις , συμφρόνησις agreement fem nom sg (doric) …