συμφερόντως
1συμφερόντως — profitably indeclform (adverb) …
2συμφερόντως — Α επίρρ. 1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον 2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» συμφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, οντος τού συμφέρω] …
3ξυμφερόντως — συμφερόντως , συμφερόντως profitably indeclform (adverb) …
4ՕԳՏԱԿԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 1021 Chronological Sequence: Early classical, 8c մ. συμφερόντως, συμφόρως utiliter. Օգտակարութեամբ. օգտիւ. օգտաբար. *Ի տնանկութենէ. պահէ զնոսա օգտակարապէս: Օգտակարապէս եւ պարզաբար երկեցուցանէ. Նիւս. բն.: Ոսկ. ՟ա. կոր …