συμπροθυμῆσθε

  • 1συμπροθυμῆσθε — συμπροθυμέομαι have equal desire with pres imperat mp 2nd pl (doric aeolic) συμπροθυμέομαι have equal desire with pres subj mp 2nd pl συμπροθυμέομαι have equal desire with pres ind mp 2nd pl (doric aeolic) συμπροθῡμῆσθε , συμπροθυμέομαι have… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2συμπροθυμούμαι — έομαι, Α [προθυμοῡμαι] 1. έχω την ίδια προθυμία με άλλον, είμαι επίσης πρόθυμος («ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῑς συμπροθυμῆσθε», Ξεν.) 2. προάγω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τοῑς ξυμπροθυμηθεῑσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν», Θουκ.) 3. συνεργώ σε κάτι,… …

    Dictionary of Greek