συμποσίῳ
1συμποσίω — συμπόσιον drinking party neut nom/voc/acc dual συμπόσιον drinking party neut gen sg (doric aeolic) συμπόσιος masc/neut nom/voc/acc dual συμπόσιος masc/neut gen sg (doric aeolic) …
2συμποσίῳ — συμπόσιον drinking party neut dat sg συμπόσιος masc/neut dat sg …
3ξυμποσίῳ — συμποσίῳ , συμπόσιον drinking party neut dat sg συμποσίῳ , συμπόσιος masc/neut dat sg …
4συμποσίωι — συμποσίῳ , συμπόσιον drinking party neut dat sg συμποσίῳ , συμπόσιος masc/neut dat sg …
5συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …
6ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …