συμποσίου ὀρϑῶς παιδαγωγηϑέντος

  • 1παιδαγωγώ — (ΑΜ παιδαγωγῶ, εω) [παιδαγωγός] ασχολούμαι με την αγωγή και την μόρφωση μικρών παιδιών, εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ (μσν.;αρχ.) καθοδηγώ («ἂν ὑπὸ τοῡ λόγου παιδαγωγηθῆ τὸ πάθος», Πλούτ.) αρχ. 1. συνοδεύω τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ως …

    Dictionary of Greek