συμπλοκή
1συμπλοκῇ — συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …
2συμπλοκή — intertwining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …
4συμπλοκή — η 1. σύγκρουση: Δεν αποφεύχθηκαν οι συμπλοκές στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. 2. σύνδεση με κάτι άλλο: Αποφατική συμπλοκή δύο προτάσεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ξυμπλοκῇ — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …
6συμπλοκῆι — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …
7συμπλοκαῖς — συμπλοκή intertwining fem dat pl …
8συμπλοκαί — συμπλοκή intertwining fem nom/voc pl …
9συμπλοκῆς — συμπλοκή intertwining fem gen sg (attic epic ionic) …
10συμπλοκήν — συμπλοκή intertwining fem acc sg (attic epic ionic) …