συμπεριφέρομαι
1συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα βλ. πίν. 218 …
2συμπεριφέρομαι — ΝΑ βλ. συμπεριφέρω …
3συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρθηκα, δείχνω διαγωγή: Συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους επισκέπτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρω carry round along with pres ind mp 1st sg …
5γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα …
6γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα …
7δασκαλοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός δάσκαλος …
8κακοφέρνομαι — συμπεριφέρομαι άσχημα, απότομα και υβριστικά σε κάποιον …
9παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] …
10γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)