συμπερασματικός
1συμπερασματικός — indicating the conclusion masc nom sg …
2συμπερασματικός — ή, ό / συμπερασματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα νεοελλ. 1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις») 2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» σύνδεσμοι που… …
3συμπερασματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει συμπέρασμα ή έχει σχέση με το συμπέρασμα: Ο σύνδεσμος «ώστε» εισάγει συμπερασματικές προτάσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συμπερασματικά — συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc pl συμπερασματικά̱ , συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc/acc dual συμπερασματικά̱ , συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5συμπερασματικόν — συμπερασματικός indicating the conclusion masc acc sg συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc sg …
6συμπερασματικώτατον — συμπερασματικός indicating the conclusion masc acc superl sg συμπερασματικός indicating the conclusion neut nom/voc/acc superl sg …
7συμπερασματικοῖς — συμπερασματικός indicating the conclusion masc/neut dat pl …
8συμπερασματικοῦ — συμπερασματικός indicating the conclusion masc/neut gen sg …
9συμπερασματικῆς — συμπερασματικός indicating the conclusion fem gen sg (attic epic ionic) …
10συμπερασματική — συμπερασματικός indicating the conclusion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2