συμπαρακομίζω
1συμπαρακομίζω — Α 1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν]», Θουκ.) 2. μέσ. συμπαρακομίζομαι βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακομίζω «οδηγώ,… …
2συμπαρακομιζομένων — συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp masc/neut gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres …
3ξυμπαρακομίσαι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf act ξυμπαρακομίσαῑ , συμπαρακομίζω bring along the coast with aor opt act 3rd sg …
4ξυμπαρακομισθῆναι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf pass …
5κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …