-
1 συμπαθητικός
[симпатитикос] επ. симпатизирующий, сочувствующий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπαθητικός
-
2 симпатичный
-
3 приятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ευχάριστος, ευάρεστος•-ая погода ευχάριστος (ωραίος) καιρός•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
-залах ευοσμία, ευωδιά•
-ые вести ευχάριστες ειδήσεις.
2. ελκυστικός,.θελκτικός• συμπαθητικός•-ое лщо συμπαθητικό πρόσωπο•
приятный человек συμπαθητικός άνθρωπος.
-
4 симпатичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.συμπαθητικός, που προκαλεί συμπάθεια•симпатичный человек συμπαθητικός άνθρωπος.
-
5 миловидный
милови́дн||ыйприл χαριτωμένος, συμπαθητικός. -
6 симпатический
симпатическийприл физиол. мед. συμπαθητικός. -
7 симпатичный
симпатичныйприл συμπαθητικός, συμπαθής. -
8 симпатичный
[σιμπατίτσνυΐ] εκ. συμπαθητικός -
9 симпатичный
[σιμπατίτσνυΐ] εκ. συμπαθητικός -
10 симпатичный
[σιμπατίτσνυϊ] επ συμπαθητικός -
11 симпатичный
[σιμπατίτσνυϊ] επ συμπαθητικός -
12 миляга
-и α. κ. θ. (απλ.) χαριτωμένος, ωραίος, καλός, συμπαθητικός. -
13 подкупающий
επ. από μτχ.θελκτικός, γοητευτικός, ελκυστικός• συμπαθητικός. -
14 располагающий
επ. από μτχ.συμπαθητικός, ελκυστικός, ευχάριστος, αρεστός. || ευνοϊκός. -
15 симпатический
επ.1. παλ. βλ. симпатичный.2. συμπαθητικός•-ие нервы τα συμπαθητικά νεύρα.
|| με ή από επίδραση.3. ανακουφιστικός•-ие средства ανακουφιστικά φάρμακα.
εκφρ.- ие чернила – συμπαθητική μελάνη. -
16 сострадательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπονετικός, συμπαθητικός, πονεσιάρης•сострадательный человек πονεσιάρης άνθρωπος.
См. также в других словарях:
συμπαθητικός — ή, ό / συμπαθητικός, ή, όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα») 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι») 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
συμπαθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προκαλεί τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον και την αγάπη μας: Μένουμε σ ένα συμπαθητικό σπίτι. – Γνωρίσαμε ένα συμπαθητικό νέο. 2. «συμπαθητικό σύστημα», ένα από τα δύο μέρη του αυτόνομου νευρικού συστήματος· «συμπαθητικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч … Википедия
γλυκοαίματος — και γλυκόαιμος, η, ο ευχάριστος, συμπαθητικός, ελκυστικός … Dictionary of Greek
γλυκούλης — ούλα, ούλικο [γλυκός] 1. υπόγλυκος 2. συμπαθητικός … Dictionary of Greek
γλυκούτσικος — η και ια, ο 1. κάπως γλυκός 2. συμπαθητικός 3. (για τον καιρό) ήπιος … Dictionary of Greek
ευμορφούλης — εὐμορφούλης και ὀμορφούλης, ὁ (Μ) αρκετά όμορφος, συμπαθητικός … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοσυμπαθητικός — ή, ό φρ. «ορθοσυμπαθητικό σύστημα» το συμπαθητικό τμήμα τού αυτόνομου νευρικού συστήματος, σε αντιδιαστολή προς το παρασυμπαθητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthosympathique < ορθ(ο) * + συμπαθητικός] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek