συμμᾰχ-έω
1Σύμμαχ' — Σύμμαχε , Σύμμαχος fighting along with masc voc sg …
2σύμμαχ' — σύμμαχα , σύμμαχος fighting along with neut nom/voc/acc pl σύμμαχε , σύμμαχος fighting along with masc/fem voc sg …
3κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… …