-
1 συμβουλή
[ симвули] ουσ. θ. совет, мнение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμβουλή
-
2 совет
-а α.1. συμβουλή, ορμήνεια•совет врача συμβουλή του γιατρού•
дать совет δίνω συμβουλή (συμβουλεύω)•
последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή•
дружеский совет φιλική συμβουλή.
2. συμβούλιο•семейный совет οικογενειακό συμβούλιο•
военный совет πολεμικό συμβούλιο.
3. συμ-μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)• совет безопасности оон Συμβούλιο Ασφαλείας του•оне административный совет διοικητικό συμβούλιο-- министров υπουργικό συμβούλιο.
|| πλθ. -ы οδηγίες.4. (παλ. κ. απλ.) ομόνοια•жить в -е ζω μονιασμένα.
5. Συμβούλιο, Σοβιέτ•совет верховный совет Ανώτατο Σοβιέτ.
εκφρ.совет да любовь – (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμένη και αγαπημένη. -
3 консультация
консультация ж 1) (совет) η συμβουλή, η γνωμάτευση получить \консультацияю συμβουλεύομαι дать \консультацияю δίνω συμβουλή 2) (учреждение): юридическая \консультация το γραφείο νομικών συμβουλών женская \консультация το γυναικολογικό ιατρείο* * *ж1) ( совет) η συμβουλή, η γνωμάτευσηполучи́ть консульта́цию — συμβουλεύομαι
дать консульта́цию — δίνω συμβουλή
2) ( учреждение)юриди́ческая консульта́ция — το γραφείο νομικών συμβουλών
же́нская консульта́ция — το γυναικολογικό ιατρείο
-
4 совет
I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης* * *I м( наставление) η συμβουλήдать сове́т — συμβουλεύω
сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές
II мпроси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή
1) ( орган государственной власти в СССР) το σοβιέτСове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων
2) ( совещательный орган) το συμβούλιοСове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο
Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
-
5 совет
советм1. (наставление) ἡ συμβουλή:\совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·2. (совещание) συμβούλιο[ν]:военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι. -
6 проконсультировать
συμβουλεύω, δίνω συμβουλή-ся συμβουλεύομαι, παίρνω συμβουλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проконсультировать
-
7 дельный
дельный θετικός, πραχτικός, επιδέξιος; \дельный совет η καλή συμβουλή* * *θετικός, πραχτικός, επιδέξιοςде́льный сове́т — η καλή συμβουλή
-
8 консультация
1. (совет специалиста) η γνωμοδότηση, η γνωμάτευση, η συμβουλή, юридическая - νομική - 2. (заседание специалистов) η επίσκεψη, η σύσκεψη, το συμβούλιο (για την έκδοση γνωμοδότησης) 3. (учреждение) το ίδρυμα, το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консультация
-
9 рекомендация
1. (отзыв, представление) η σύσταση 2. (совет, пожелание, предложение) η συμβουλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекомендация
-
10 нуждаться
1) ( терпеть нужду) είμαι φτωχός2) (в чём-л.) έχω ανάγκη, χρειάζομαιя нужда́юсь в сове́те — έχω ανάγκη από συμβουλή
-
11 благоразумный
благоразу́м||ныйЩтл. συνετός, λογικός, φρόνιμος:\благоразумныйный Человек ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος; \благоразумныйный совет ἡ λογική συμβουλή.. -
12 др^жеский
др^жеск||ийприл φιλικός, φιλόφρων:\др^жескийий совет ἡ φιλική συμβουλή· находиться в \др^жескийих отношениях ἔχω φιλικές σχέσεις· быть на \др^жескийой ноге с кем-л. εἶμαι στενός φίλος μέ κάποιον. -
13 наставление
наставлени||ес1. (поучение) ἡ διδαχή, ἡ νουθεσία, ἡ συμβουλή:делать \наставлениея νουθετώ·2. (руководство, инструкция) ὁ ὁδηγός. -
14 просить
проситьнесов1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):\просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·2. (приглашать) (προσ)καλῶ:прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι. -
15 слушаться
слу́ша||ться(повиноваться) ἀκούω (άμετ.), ὑπακούω:\слушатьсяться совета ἀκούω τή συμβουλή· \слушатьсять-ся родителей ἀκούω τους γονείς μου, ὑπακούω στους γονείς μου· никого не \слушатьсяться δέν ἀκούω κανένα, δέν ὑπακούω σέ κανένα· ◊ \слушатьсяюсь! (в ответ на приказание) μάλιστα!, στάς διαταγάς σας Ι -
16 напутствие
[ναπούτστβιιε] ουσ. ο. ευχή, συμβουλή -
17 совет
[σαβιέτ] ουσ. α συμβουλή -
18 напутствие
[ναπούτστβιιε] ουσ ο ευχή, συμβουλή -
19 совет
[σαβιέτ] ουσ α συμβουλή -
20 дорогой
дорогой 1επίρ.καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.
дорогой 2επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.1. ακριβός, πολύτιμος•дорогой мех ακριβή γούνα•
ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•
каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.
2. προσφιλής, αγαπητός•мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.
εκφρ.- гой ценой – ακριβά•заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.
См. также в других словарях:
συμβουλῇ — συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… … Dictionary of Greek
συμβουλή — η το να υποδεικνύεται σε κάποιον πώς πρέπει να ενεργήσει: Ζήτησε συμβουλή από τους ειδικούς. – Δεν έδωσε σημασία στις συμβουλές των δασκάλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυμβουλῇ — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβουλή — συμβουλή , συμβουλή counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆι — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαῖς — συμβουλή counsel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαί — συμβουλή counsel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆς — συμβουλή counsel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλήν — συμβουλή counsel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)