συμβουλή
1συμβουλῇ — συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) …
2συμβουλή — counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… …
4συμβουλή — η το να υποδεικνύεται σε κάποιον πώς πρέπει να ενεργήσει: Ζήτησε συμβουλή από τους ειδικούς. – Δεν έδωσε σημασία στις συμβουλές των δασκάλων του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ξυμβουλῇ — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) …
6ξυμβουλή — συμβουλή , συμβουλή counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7συμβουλῆι — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) …
8συμβουλαῖς — συμβουλή counsel fem dat pl …
9συμβουλαί — συμβουλή counsel fem nom/voc pl …
10συμβουλῆς — συμβουλή counsel fem gen sg (attic epic ionic) …