συμβουλή
71κονσιλιάριος — και κονσιλάριος, ὁ (ΑM) σύμβουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consiliarius < λατ. consilium «συμβουλή»] …
72κρυφοσυμβουλή — η (Μ κρυφοσυμβουλή) μυστική, κρυφή συμβουλή …
73λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …
74μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …
75μυστικοσυμβούλιο — το σώμα που συστάθηκε για πρώτη φορά στον μεσαίωνα από ανώτατους υπαλλήλους, οι οποίοι συνεργάζονταν με τον μονάρχη και τού έδιναν τη γνώμη ή τη συμβουλή τους για σημαντικά προβλήματα τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + συμβούλιο. Η λ. αποτελεί …
76νουθέτημα — το (ΑΜ νουθέτημα) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.) …
77νουθέτηση — η (Α νουθέτησις) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση («εὐχῇ θεὸν ἢ διδαχῇ καὶ νουθετήσει ἄνθρωπον», Πλάτ.) …
78νουθέτισμα — νουθέτισμα, τὸ (Μ) [νουθετίζω] παραίνεση, συμβουλή, ιδίως σε ερωτικά θέματα …
79νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση …
80οινοδοσία — οἰνοδοσία, ἡ (Α [οινοδότης] 1. η διανομή κρασιού 2. η λήψη κρασιού από ασθενή ύστερα από συμβουλή γιατρού …