Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συλλαβόγριφος

См. также в других словарях:

  • συλλαβόγριφος — ο, Ν είδος αινίγματος κατά το οποίο δίνεται η σημασία τών τμημάτων μιας λέξης και ζητείται να βρεθεί η λέξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + γρίφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • συλλαβόγριφος — ο είδος πνευματικού παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»