-
1 шарада
шарадаж ὁ συλλαβόγριφος. -
2 шарада
-ы θ.γρίφος• συλλαβόγριφος.
См. также в других словарях:
συλλαβόγριφος — ο, Ν είδος αινίγματος κατά το οποίο δίνεται η σημασία τών τμημάτων μιας λέξης και ζητείται να βρεθεί η λέξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + γρίφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
συλλαβόγριφος — ο είδος πνευματικού παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)