συκόμορον
1συκόμορον — σῡκόμορον , συκόμορον fruit of the neut nom/voc/acc sg σῡκόμορον , συκόμορος sycamore fig fem acc sg …
2συκόμορον — τὸ, Α βλ. συκόμουρο …
3μωρόσυκον — μωρόσυκον, τὸ (Α) συκόμορον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον, με αντιστροφή τών συνθετικών. Το ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση τής λ. μωρός] …
4ciclamor — (Del lat. sycomorus < gr. sykomoron < sykon, higo + moron, mora.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Árbol de cinco a siete metros de altura, con tronco irregular, hoja caduca de forma redondeada y flores rosadas, cuyo fruto es una legumbre.… …
5SYCAMINUM — Graece Συκάμινον, oppidulum olim Boeotiae, Oropô haud procul, in ripa Asopi, hodieque vicus est satis grandis, incolis Sycamino aut Scamino appellatus, in quo Graeci complura habent templa, inter quae unum Agiol Saranda, h. e. XL. Sanctorum,… …
6συκομορίτης — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κρασί που παρασκευαζόταν από σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …
7συκομουριά — η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α οπωροφόρο αειθαλές δέντρο τής Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. έα (πρβλ. συκ έα). Ο τ. συκο μουριά με συνίζηση] …
8συκόμορος — ἡ, Α [συκόμορον] συκομουριά …
9συκόμουρο — το / συκόμορον, ΝΜΑ ο καρπός τής συκομουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μόρον / μούρο] …
10ԺԱՆՏԱԹՈՒԶ — (թզոյ.) NBH 1 0832 Chronological Sequence: Unknown date գ. συκόμορον fructus sycomori, morum Պտուղ ժանտաթզենւոյն. *Սիկիմորոս, ժանտաթուզ. (ա՛յլ ձ. ժեագաթուզ). Գաղիան …
- 1
- 2