συκοφάντης
91αδικόλαλος — αδικόλαλος, ο θηλ. η συκοφάντης: Δεν ήταν μόνο κόλακας, αλλά και αδικόλαλος. Ουσ. αδικολαλιά, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
92βρομόγλωσσα — η 1. γλώσσα χυδαία, που μιλάει αισχρά: Καταλήξαμε σε καβγά με τη βρομόγλωσσά σου. 2. άνθρωπος συκοφάντης, χυδαίος: Η γυναίκα του είναι μια βρομόγλωσσα, που την τρέμει όλη η γειτονιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93διαβολέας — ο αυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης: Μην εμπιστεύεσαι τις κρίσεις του για τους άλλους, γιατί είναι γνωστός διαβολέας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
94ιοβόλος — α, ο 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, φαρμακερός: Ο σκορπιός είναι ιοβόλο ζώο. 2. μτφ., συκοφάντης, μοχθηρός: Ιοβόλα ψυχή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
95λασπολόγος — ο, η ο υβριστής, ο συστηματικός συκοφάντης κάποιου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
96χουλιάρι — το 1. κουτάλι. 2. άνθρωπος συκοφάντης, κακολόγος, κουτσομπόλης: Δεν ξέρεις τι χουλιάρι είναι αυτός! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
97συκοφαντέων — σῡκοφαντέων , συκοφάντης common informer masc gen pl (epic ionic) σῡκοφαντέων , συκοφαντέω to be a pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
98συκοφαντῶν — σῡκοφαντῶν , συκοφάντης common informer masc gen pl σῡκοφαντῶν , συκοφαντέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
99συκοφάνταιν — σῡκοφάνταιν , συκοφάντης common informer masc gen/dat dual …
100συκοφάνταις — σῡκοφάνταις , συκοφάντης common informer masc dat pl …