συκοφάντης

  • 81Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 82έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 83Εξηκεστίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, πατέρας του Σόλωνα (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Κόδρο, αλλά παρά την ευγενή καταγωγή του, είχε μέτρια πολιτική δύναμη και μέτριο πλούτο. 2. Στρατηγός των Αθηναίων μεταξύ 357 και 356 π.Χ. 3. Ιερέας του… …

    Dictionary of Greek

  • 84Θεοκρίνης — (4ος αι. π.Χ.). Διαβόητος Αθηναίος συκοφάντης. Είχε τη συνήθεια να καταγγέλλει στα δικαστήρια και την παραμικρή υπέρβαση των νόμων που επισήμανε και να ζητά την παραδειγματική τιμωρία του ενόχου. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι κατηγόρησε τον… …

    Dictionary of Greek

  • 85Κόχραν, Τόμας Αλεξάντερ — (Thomas Alexander Cochrane, Άνσφιλντ 1775 – 1860). Άγγλος ναύαρχος. Κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών στο βρετανικό ναυτικό και διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του. Στα πρώτα του κατορθώματα συγκαταλέγεται η δίωξη της πειρατείας στη… …

    Dictionary of Greek

  • 86ԶՐՊԱՐՏ — ( ) NBH 1 0754 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. συκοφάντης delator Զրպարտիչ. որ ʼի զուր պարտաւորէ զայլս. ... *Յափշտակօղն եւ շնացօղն եւ զրպարտն: Նոքա զրպարտք, եւ սուտք, եւ չարախօսք. Ոսկ. մ. ՟Ա. 24: ՟Բ. 9: գ. գ. συκοφαντία… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 87ԶՐՊԱՐՏԻՉ — (տչի, չաց.) NBH 1 0754 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 12c, 13c ա. συκοφαντής, τῶν calumniator, sycophanta որ եւ ԶՐՊԱՐՏ. Որ զրպարտէ. հարստահարօղ. կեղեքիչ. եւ Չարախօս. ... *Ի ձեռս զրպարտչաց նոցա բռնութիւնք. Ժող. ՟Դ. 1: *Որ են դաս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 88ՔԻԼ 2 — ( ) NBH 2 1006 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ՔԻԼ կամ ՔԻՂ. (նմանութեամբ քլի, որպէս մատնիչն ʼի մատնէ.) διάβολος, συκοφάντης criminator, calumniator προδότης proditor. Բանսարկու, քսու, զրպարտիչ. մատնիչ. (լծ. եւ լտ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 89Ιάγος — ο 1. πρόσωπο της τραγωδίας του Σαίκσπηρ «Οθέλος». 2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, σκευωρός, συκοφάντης …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 90αδικοβγάνω — αδικόβγαλα, αμτβ., είμαι συκοφάντης, μτβ., συκοφαντώ: Ήτανη δεύτερη φορά που αδικόβγανε. – Αδικοβγάνει τον ένα και τον άλλο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)