συκοφάντης
61συκολόγος — Ορεινός οικισμός (371 κάτ., υψόμ. 560 μ.), στην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 500 κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Τέρτσα (122 κάτ., υψόμ. 20 μ.) και η Άνω Βίγλα (7 …
62συκοπέδιλος — ὁ, Α (ως παρωδία τής ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο πέδιλος] …
63συκοσπαδίας — ὁ, Α συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + σπαδίας < θ. σπα δ τού σπάω με οδοντική παρέκταση δ (βλ.λ. σπάω) + επίθημα ίας] …
64συκοφάντις — ιδος, ἡ, Α βλ. συκοφάντης …
65συκοφάντρια — η, ΝΜΑ βλ. συκοφάντης …
66συκοφαντία — η, ΝΜΑ [συκοφάντης] η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή μσν. παρερμηνεία αρχ. 1. λογική απάτη, σόφισμα 2. καταπίεση 3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.) β)… …
67συκοφαντίας — ὁ, Α (ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα ίας (πρβλ. καικ ίας, Ολυμπ ίας)] …
68συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… …
69συκοφαντώδης — ῶδες, Α [συκοφάντης] συκοφαντικός …
70συκωρός — ὁ, Α 1. φύλακας σύκων ή συκιών 2. συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ ωρός] …