συκοφαντῶ
1συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… …
2συκοφαντώ — συκοφαντώ, συκοφάντησα βλ. πίν. 73 …
3συκοφαντώ — συκοφάντησα, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος, εκτοξεύω συκοφαντίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω: Με συκοφάντησε από φθόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συκοφαντῶ — σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5λασπολογώ — συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + λογώ (< λόγος < λέγω)] …
6αλληλοσυκοφαντούμαι — ( έομαι) συκοφαντούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συκοφαντώ ( ούμαι)] …
7επισυκοφαντώ — ἐπισυκοφαντῶ, έω (Α) [συκοφαντώ] συκοφαντώ, διαβάλλω επί πλέον …
8προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] …
9συκοφάντηση — η / συκοφάντησις, ήσεως ΝΜ [συκοφαντῶ] η ενέργεια τού συκοφαντώ, συκοφαντία …
10υποδιαβάλλω — Α [διαβάλλω] συκοφαντώ κάποιον λίγο ή τόν συκοφαντώ κρυφά …