συκοφαντῶ
61αδικοβγάνω — αδικόβγαλα, αμτβ., είμαι συκοφάντης, μτβ., συκοφαντώ: Ήτανη δεύτερη φορά που αδικόβγανε. – Αδικοβγάνει τον ένα και τον άλλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
62διαβάλλω — διέβαλα, διαβλήθηκα, διαβλημένος, συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιον με ύπουλο και ψεύτικο τρόπο: Διαβάλλει τους συναδέλφους του, για να πάρει προαγωγή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
63δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64κατασυκοφαντώ — κατασυκοφάντησα, κατασυκοφαντήθηκα, κατασυκοφαντημένος, συκοφαντώ σε μεγάλο βαθμό: Τι σου έκανε και τον κατασυκοφαντείς; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65λασπολογώ — λασπολόγησα, απευθύνω αστήρικτες κατηγορίες εναντίον κάποιου, συκοφαντώ: Μη λασπολογείς εναντίον μου γιατί θα σου υποβάλλω μήνυση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)