συγ-γιγνώσκω

  • 1προγνώμων — όγνωμον, Α αυτός που διακρίνει κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. συγ γνώμων] …

    Dictionary of Greek