συγχύσεως

  • 1συγχύσεως — συγχύσεω̆ς , σύγχυσις mixture fem gen sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …

    Dictionary of Greek

  • 3έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …

    Dictionary of Greek

  • 5αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …

    Dictionary of Greek

  • 6ερίγμη — ἐρίγμη, ἡ (Α) βλ. έρεγμα και έριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. (αντί ει ) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 8θεουδής — θεουδής, ές (Α) 1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος 2. ο θεοειδής. επίρρ... θεουδῶς (Α) ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θεο δεής (*θεο δFεής) < θεο * + δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ ). Η μορφή τού α συνθετικού θεού μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά …

    Dictionary of Greek

  • 9λεπτόνιο — το φυσ. συνοπτική ονομασία οικογένειας υποατομικών σωματιδίων τα οποία μπορούν να ανταποκρίνονται μόνο στις ασθενείς ηλεκτρομαγνητικές και βαρυτικές αλληλεπιδράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepton (< λεπτόν) + κατάλ. ιο (προς… …

    Dictionary of Greek

  • 10παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων …

    Dictionary of Greek