Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγχωρείτε

  • 1 извинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. συγχωρώ•

    -йте! συγγνώμη!•

    прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•

    -те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.

    εκφρ.
    извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•
    извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.
    1. ζητώ συγγνώμη.
    2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος).

    Большой русско-греческий словарь > извинить

  • 2 беспокоить

    беспокоить 1) (волновать) ανησυχώ, στενοχωρώ меня -ит... με ανησυχεί... 2) (ме шать ) ενοχλώ извините, что \беспокоитью вас... με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ \беспокоитьиться 1) (вол новаться ) ανησυχώ не \беспокоитьй тесь έννοια σας, μη σας ενοχλεί 2) (утруждать себя) κάνω τον κόπο, ενοχλούμαι
    * * *
    1) ( волновать) ανησυχώ, στενοχωρώ

    меня́ беспоко́ит... — με ανησυχεί...

    2) ( мешать) ενοχλώ

    извини́те, что беспоко́ю вас... — με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ

    Русско-греческий словарь > беспокоить

  • 3 беспокойство

    беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
    * * *
    с
    1) ( волнение) η ανησυχία
    2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχληση

    прости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ

    Русско-греческий словарь > беспокойство

  • 4 заставить

    заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
    * * *
    = заставлять
    αναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)

    прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε

    Русско-греческий словарь > заставить

  • 5 извинить

    извинить, извинять συγχωρώ извините! συγνώμη!, με συγχωρείτε! \извиниться ζητώ συγνώμη
    * * *
    = извинять

    извини́те! — συγνώμη!, με συγχωρείτε!

    Русско-греческий словарь > извинить

  • 6 простить

    прости́||ть
    сов см. прощать· \проститьте! συγ-γνώμην!, μέ συγχωρείτε!· \проститьте за беспокойство μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση.

    Русско-новогреческий словарь > простить

  • 7 простить

    прости́те! — με συγχωρείτε!, συγνώμη!

    Русско-греческий словарь > простить

  • 8 беспокойство

    беспоко́й||ство
    с
    1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;
    2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:
    испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;
    3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:
    причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση!

    Русско-новогреческий словарь > беспокойство

  • 9 виноватый

    винова́т||ый
    прил ἔνοχος, φταίχτης:
    \виноватый взгляд τό Ενοχο βλέμμα· с \виноватыйым видом μέ ἐνοχο ὕφος· быть \виноватыйым εἶμαι φταίχτης, εἶμαι ἐνοχος· я виноват перед вами ἐγώ φταίω· кто виноват? ποιος φταίει;· ◊ виноват! συγγνώμην!, μέ συγχωρείτε!

    Русско-новогреческий словарь > виноватый

  • 10 извинениеить

    извинение||и́ть
    сов см. извинять· \извинениеитьи́те меня, пожалуйста! σᾶς ζητώ συγγνώμη!, μέ συγχωρείτε!, <η-Τ)'νώμηΙ, νά μέ συμπαθάτε!· и у уж \извинениеить-ите1 й. ὄχι νά μέ συμπαθάτε.

    Русско-новогреческий словарь > извинениеить

  • 11 ничего

    ничего́ I
    мест. род. п. от ничто.
    ничего́ II
    1. нареч (неплохо, сносно) ἀρκετά καλά, καλούτσικα:
    он чу́вствовал себя \ничего αἰσθάνονταν καλούτσικα·
    2. предик безл:
    вам все \ничего δέν δίνετε σημασία σέ τίποτε· простите, я вас побеспокоил?\ничегоничего! μέ συγχωρείτε, σᾶς ἀνησύχησα; \ничего παρακαλώ!

    Русско-новогреческий словарь > ничего

  • 12 прощение

    прощени||е
    с ἡ συγχώρηση [-ις], ἡ συγγνώμη, ἡ ᾶφεση [-ις]:
    прошу́ \прощениея μέ συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμην.

    Русско-новогреческий словарь > прощение

  • 13 беспокойство

    ουδ.
    1. ανησυχία, ταραχή•

    испытывать беспокойство ανησυχώ, έχω ανησυχία, είμαι ταραγμένος.

    2. φροντίδα, έγνοια, σκέψη. || ενόχληση•

    простите за беспокойство με συγχωρείτε για την ενόχληση.

    Большой русско-греческий словарь > беспокойство

  • 14 взыскать

    взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.
    1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•

    взыскать долг εισπράττω το χρέος.

    2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.
    εκφρ.
    не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•
    уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.
    ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)
    παλ. ανταμείβω.

    Большой русско-греческий словарь > взыскать

  • 15 гнев

    α.
    θυμός, οργή•

    вспышка -а ξέσπασμα οργής•

    не помнить себя в -е γίνομαι έξω φρενών•

    подпасть под чей-л. -πέφτω σε ε-ξοργισμένον•

    навлечь на себя гнев επισύρω την οργή•

    гнев божий οργή θεού•

    воспламенить гнев ανάβω το θυμό•

    сдерживать свой гнев συγκρατώ το θυμό•

    излить свой гнев ξεσπώ το θυμό•

    сменить гнев на милость ξεθυμώνω, μαλακώνω•

    не во гнев будь сказано (με συγχωρείτε) δεν το είπα για να θυμώσετε.

    Большой русско-греческий словарь > гнев

  • 16 нескромный

    επ., βρ: -мен, -мна -мно.
    1. άσεμνος, άκοσμος, αήθης• αδιάκριτος•

    извините за нескромный вопрос με συγχωρείτε για αδιάκριτη ερώτηση.

    2. ματαιόδοξος• καυχησιάρης.
    3. αδιάντροπος, άσεμνος, απρεπής, αναιδής.

    Большой русско-греческий словарь > нескромный

  • 17 прогневать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) θυμώνω, παροργίζω, παροξύνω.
    θυμώνω, παροργίζομαι.
    εκφρ.
    не -айся – α) παλ. με συγχωρείτε (μη θυμώνετε, β) ειρν. μη θυμώνεις (εσύ ο ίδιος φταις)•
    не послушался меня, теперь уже не -айся – δε με άκουσες, τώρα πια μη θυμώνεις.

    Большой русско-греческий словарь > прогневать

  • 18 прослушать

    ρ.σ.μ.
    1. ακούω•

    прослушать оперу ακούω μελόδραμα.

    2. ακροώμαι•

    прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•

    прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).

    3. παρακολουθώ•

    прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.

    4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•

    простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.

    5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прослушать

См. также в других словарях:

  • συγχωρεῖτε — συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres opt act 2nd pl συγχωρέω come together pres ind act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Semicolon — A semicolon ( ; ) is a conventional punctuation mark with several usages. The Italian printer Aldus Manutius the Elder established the practice of using the semicolon mark to separate words of opposed meaning, and to indicate interdependent… …   Wikipedia

  • παρντόν — και μπαρντόν και μπαρδόν και παρδόν 1. (σε εκφράσεις φιλοφροσύνης) συγγνώμη, με συγχωρείτε 2. (ερωτημ.) πώς είπατε; [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pardon] …   Dictionary of Greek

  • συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός, Φρέντυ — (Αθήνα 1934 – Αθήνα 1999). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος εκπρόσωπος του χιουμοριστικού διηγήματος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τηλεόρασης. Ξεκίνησε να γράφει το 1952, σε ηλικία 18 ετών, αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • αργοπορώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., φτάνω καθυστερημένος: Να με συγχωρείτε που αργοπόρησα. 2. μτβ., κάνω κάποιον ν αργήσει: Τους είχε αργοπορήσει το τρένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγνωρίζω — παραγνώρισα, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος 1. κάνω λάθος στην αναγνώριση, παρομοιάζω: Με συγχωρείτε, σας παραγνώρισα. 2. ξεπερνώ σε οικειότητα τα ανεκτά όρια: Νομίζω πως τελευταία παραγνωριστήκαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρντόν — (λ. γαλλ.), συγγνώμη, με συγχωρείτε: Παρντόν, κύριε, να περάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»