συγκοινωνεῖ

  • 1συγκοινωνεῖ — συγκοινωνέω have a joint share of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκοινωνέω have a joint share of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συγκοινωνέω have a joint share of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκοινωνέω …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2συγκοινώνει — συγκοινωνέω have a joint share of pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκοινωνέω have a joint share of pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκοινωνέω have a joint share of imperf ind act 3rd sg (attic epic) συγκοινωνέω have a joint share of… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …

    Dictionary of Greek

  • 4Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 5συγκοινωνώ — συγκοινώνησα 1. έχω επικοινωνία με κάτι: Σε δύο δοχεία που συγκοινωνούν μεταξύ τους η στάθμη του νερού βρίσκεται στο ίδιο ύψος. – Το δωμάτιο αυτό συγκοινωνεί με το σαλόνι. 2. έχω συγκοινωνία: Το επίνειο συγκοινωνεί σιδηροδρομικά με την πρωτεύουσα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… …

    Dictionary of Greek

  • 7εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …

    Dictionary of Greek

  • 8ευσταχιανός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό ανατόμο Ευστάχιο (Eustachi ή Eustachio) 2. φρ. «ευσταχιανή σάλπιγγα» σωλήνας με τον οποίο συγκοινωνεί το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού με τον φάρυγγα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευστάχιος + κατάλ. ανός, (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 9καταβόθρα — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Πρεβέζης, 28 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 10νειλόμετρο — το τετράγωνο φρέαρ που συγκοινωνεί με τον Νείλο και περιέχει μαρμάρινη στήλη με 24 χαραγμένες γραμμές με τις οποίες γίνεται ο έλεγχος τής στάθμης τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] …

    Dictionary of Greek