συγκλίτης
1συγκλίτης — one who lies with masc nom sg …
2συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] …
3συγκλιτῶν — συγκλίτης one who lies with masc gen pl …
4συγκλίτῃ — συγκλίτης one who lies with masc dat sg (attic epic ionic) …