συγκερκίζω
1συγκερκίζω — Α συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κερκίζω «υφαίνω»] …
2συγκερκίζοντα — συγκερκίζω weave together pres part act neut nom/voc/acc pl συγκερκίζω weave together pres part act masc acc sg …