συγκεκομμένος

  • 1συγκεκομμένος — συγκόπτω chop up perf part mp masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αγρόμενος — ἀγρόμενος, ο (Α) συγκεκομμένος τύπος μετοχής τού ἀγείρω* …

    Dictionary of Greek

  • 3αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …

    Dictionary of Greek

  • 4αδεξιμιός — ά, ό ο αναδεξιμιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού αναδεξιμιός] …

    Dictionary of Greek

  • 5αερόλυμα — ή αεροσόλ ή αεροζόλ Χημ. αιώρημα υπερμικροσκοπικών σταγονιδίων ή στερεών σωματιδίων μέσα σε ένα αέριο (συνήθως αέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerosol, νόθο σύνθ. < aero (< αήρ, έρος) + sol (συγκεκομμένος τ. τού… …

    Dictionary of Greek

  • 6αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… …

    Dictionary of Greek

  • 7γούλας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 87 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * και γκούλας και γκουλάς, το ουγγρικό φαγητό με κομμάτια βοδινού κρέατος, κρεμμύδια και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος (πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 8ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… …

    Dictionary of Greek

  • 9εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …

    Dictionary of Greek

  • 10θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] …

    Dictionary of Greek