συγγνώμῃ
1συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2συγγνώμη — fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συγγνώμῃ — συγγνώμη fellow feeling fem dat sg (attic epic ionic) …
4συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …
5ξυγγνώμη — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ξυγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …
7ξυγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …
8συγγνῶμαι — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc pl …
9συγγνώμαις — συγγνώμη fellow feeling fem dat pl …
10συγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …