συγγενής ru
1συγγενής — congenital masc/fem nom sg …
2συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …
3συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …
4συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg …
6λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …
7ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg …
8συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl …
9συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl …
10συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) …