-
1 родной
родн||ой1. прил συγγενής:\родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·2. прил (свой, близкий, отечественный):\родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:\роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου. -
2 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
3 родной
επ.1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•
-ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•
брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.
|| συγγενής.2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•
дальние -ые μακρινοί συγγενείς.
3. της γέννησης•родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•
родной город η γενέτειρα πόλη•
-ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.
4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.εκφρ.родной язык – μητρική γλώσσα. -
4 родня
-и θ.αθρσ. οι συγγενείς, το συγγενολόι, το σόι•близкая родня οι κοντινοί ή στενοί συγγενείς•
дальняя родня οι μακρινοί συγγενείς.
-
5 близкий
близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς* * *1.1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος
2) ( сходный) όμοιος3) ( об отношениях) στενός2. мн.бли́зкий друг — ο στενός φίλος
бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς
-
6 родной
родной 1. \родной брат о αδερφός* \родной язык η μητρική γλώσσα· \родной город η γενέτειρα πόλη 2. мн.: \роднойые οι συγγενείς* * *1.родно́й брат — ο αδερφός
родно́й язы́к — η μητρική γλώσσα
2. мн.родно́й го́род — η γενέτειρα πόλη
родны́е — οι συγγενείς
-
7 боковой
боков||о́йприл πλάγιος; ◊ по \боковой линии (о родне) οἱ πλάγιοι συγγενείς, οἱ ἐκ πλαγίου συγγενείς; \боковойая качка мор. τό μπότζι; отправляться на \боковойу́ю разг τό κόβω δίπλα, πηγαίνω νά κοιμηθώ. -
8 родня
родняж в разн. знач. οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι:близкая (да́льняя) \родня οἱ στενοί (οί μακρινοί) συγγενείς. -
9 родственникый
родственник||ыйприл συγγενικός, συγγενής:\родственникыйые отношения οἱ συγγενικές σχέσεις· \родственникыйые связи οἱ συγγενικοί δεσμοί· \родственникыйые языки ὁϊ συγγενείς γλώσσες· \родственникыйые науки οἱ συγγενείς ἐπιστήμες. -
10 родственный
επ., βρ: -вен, -венна, -вен-но.1. συγγενικός•-ые связи συγγενικοίδεσμοί•
-ые отношения συγγενικές σχέσεις.
2. συναδελφικός•-ые отношения по искусству οι συναδελφικές σχέσεις Τέχνης.
3. συναφής, παραπλήσιος•-ые языки συγγενείς γλώσσες•
-ые науки συγγενείς επιστήμες.
-
11 родство
-а ουδ.1. συγγένεια•ближнее στενή συγγένεια•
дальнее родство μακρινή συγγένεια•
кровное родство συγγένεια εξ αίματος•
быть в -έ συγγενεύω.
2. συγγενείς, συγγενολόι•у него богатое родство αυτός έχει πολλούς συγγενείς.
3. ομοιότητα•родство идей συγγένεια ιδεών•
родство языков συγγένεια γλωσσών.
εκφρ.не – Πό•родство мящий -а – (για αλήτη) α) δε θυμάται (δεν ξέρει) την καταγωγή του. β) αυτός που ξέχασε το περιβάλλον που ανατράφηκε. -
12 безродный
безродныйприл χωρίς συγγενείς, χωρίς γονείς, χωρίς οἰκογένεια. -
13 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
14 близкий
бли́зк||ийприл1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;3. (сходный) ὀμοιος:\близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;5. (о родне, друзьях) στενός;6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς. -
15 ваш
ваш(ваша, ваше, ваши)1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας. -
16 нисходящий
нисход||ящийприч. и прил κατιών:\нисходящийящая линия ἡ κατιοῦσα γραμμή· родственники по \нисходящийящей линии οἱ κατιόντες συγγενείς. -
17 окружающий
окружа||ющий- прич. от окружать·2. прил περιβάλλων, περιστοιχῶν:\окружающийющие селения τά πέριξ χωριά, τά γύρω χωριά· \окружающийющая среда (обстановка) τό περιβάλλον3. \окружающийющие мн. οἱ συγγενείς καί φίλοι. -
18 свой
свойΙ, мест, притяж. (δικός) μου, (δικός) σου, (δικό) του:я потерял свою тетрадь, а он \свой свою ἐγώ ἐχασα τό τετράδιο μου, κι αὐτός τό δικό του· пе-ретяну́ть кого́-л. на свою сторону τραβώ (или παίρνω) κάποιον μέ τό μέρος μου· любить свою родину ἀγαπώ τήν πατρίδα μου· жить своим трудом ζῶ μέ τήν ἐργασία μου· называть вещи своими именами λέω τά σῦκα σΰκα καί τή σκάφη σκάφη·2. свой мн. (близкие) οἱ δικοί μου, οἱ συγγενείς:пойти́ к своим πηγαίνω στους δικούς μου· ◊ он сам не \свой ἔχει χάσει τά νερά του· в свое время κάποτε· всему́ свое время κάθε πρᾶ(γ)μα στον καιρό του· умереть своей смертью πεθαίνω ἀπό φυσικό θάνατο. -
19 соскучиться
соскучитьсясов1. (почувствовать скуку) νοιώθω πλήξη, ἀνιῶ, πλήττω (άμετ.)·2. (затосковать) ἀποθυμβ, ἐπιθυμώ, νοσταλγώ:\соскучиться по родным ἀποθύ-μησα τους συγγενείς μου· \соскучиться по му́зыке ἐπεθύμησα ν' ἀκούσω μουσική. -
20 родня
[ραντνγιά] ουσ. θ. οι συγγενείς
См. также в других словарях:
συγγενεῖς — συγγενεύς masc acc pl συγγενεύς masc nom/voc pl (parad form) συγγενής congenital masc/fem acc pl συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγενεῖς — συγγενεῖς , συγγενεύς masc acc pl συγγενεῖς , συγγενεύς masc nom/voc pl (parad form) συγγενεῖς , συγγενής congenital masc/fem acc pl συγγενεῖς , συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… … Dictionary of Greek
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek