συγγενής

  • 91сродный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (συγγενής) родственный, относящийся к родственным связям …

    Словарь церковнославянского языка

  • 92ближика — БЛИЖИК|А (39), Ы с. Родственник, родственница: тъгда вардаѡнъ ц(с)ревъ ближика... въ недоугъ въ||падъ т˫ажьцѣ (ὁ συγγενής) ЖФСт XII, 138 об. 139; ˫Ако не достоить еп(с)поу. братоу ли с҃нови. ли иномоу ближицѣ даюштю санъ епископиѣ поставити… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 93OSIRIS — Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia. Argivis imperavit: sed subditis subiratus fratri Aegialeo regnum tradidit, profectus in Aegyptum est, quam legibus egregiis instructam, Rex tenuit. Iûs maritus, quae et Isis dicta, varias artes Aegyptios docuit …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 94SOROR — de Furiis κατ᾿ ἐξοχὴν, apud Statium l. 2. Sylv. 1. v. 185. Nulla Soror flammis, nulla assurgentibus hydris Terrebit De Parcis item, Horatius Carm. l. 2. Od. 3. v. 15. Dum res et aetas et Sororum Fila trium patiuntur atra etc. Apud rei… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 95Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 96Θηβαίος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τη Θήβα. 1. Αγγελής. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ήταν εγκατεστημένος στη Λιβαδειά, όπου εργαζόταν ως έμπορος. Διέθεσε όλη την περιουσία του για την αγορά πολεμοφόδιων και τροφίμων για τους αγωνιστές. Ο ίδιος… …

    Dictionary of Greek

  • 97Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] …

    Dictionary of Greek

  • 98Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 99Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …

    Dictionary of Greek

  • 100Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek