συγγενής

  • 61παώτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) ο συγγενής εξ αγχιστείας, παώταρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …

    Dictionary of Greek

  • 62πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 63πηός — και δωρ. τ. παός, ὁ, Α 1. συγγενής από αγχιστεία, λόγω γάμου («πόσιν πηούς τε φίλους τε», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε σχέση συγγένειας, και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα. Η παλαιότερη άποψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 64πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 65συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …

    Dictionary of Greek

  • 66συγγενάδι — το, Ν συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + κατάλ. άδι (πρβλ. σκοτ άδι, ψεγ άδι] …

    Dictionary of Greek

  • 67συγγενεύς — έως, ὁ, Α συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + επίθημα εύς] …

    Dictionary of Greek

  • 68συγγενεύω — Ν [συγγενής] 1. είμαι ή γίνομαι συγγενής με κάποιον 2. συνεκδ. παρουσιάζω ομοιότητες με κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 69συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 70συνομαίμων — όμαιμον, Α 1. συγγενής εξ αίματος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἠ συνομαίμων ο αδελφός και η αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαίμων «συγγενής εξ αίματος»] …

    Dictionary of Greek