συγγενής

  • 51ακροσυγγενής — ο (θηλ. ισσα) μακρινός συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + συγγενής. ΠΑΡ. ακρυσυγγενεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 52αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός …

    Dictionary of Greek

  • 53γνωτός — γνωτός, ή, όν (Α) 1. γνωστός, φανερός 2. διάσημος 3. ως ουσ. συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνωτός < γιγνώσκω με τις σημ. 1 και 2, ενώ με τη σημ. 3 γνωτός < (θ.) γνω < ΙΕ *gne∂3 τού ρ. γίγνομαι*. Η σημασία αυτή («συγγενής») οφείλεται πιθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 54δικολογιούμαι — και δικολογιέμαι [δικολογιά] 1. γίνομαι δικός, συγγενής σε κάποιον 2. διαπραγματεύομαι να γίνω συγγενής, παντρολογιέμαι …

    Dictionary of Greek

  • 55δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …

    Dictionary of Greek

  • 56δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 57κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …

    Dictionary of Greek

  • 58ομοσυγγενέτας — ὁμοσυγγενέτας, αο, ὁ (Α) (δωρ. τ.) συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + συγγενής] …

    Dictionary of Greek

  • 59ομοσύγγονος — ὁμοσύγγονος, ον (Α) συγγενής, συγγενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σύγγονος «συγγενής»] …

    Dictionary of Greek

  • 60παώταρ — ὁ, Α (λακων. τ.) ο συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …

    Dictionary of Greek