συγγενής

  • 41αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …

    Dictionary of Greek

  • 42συγκηδεστής — ὁ, Α 1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας τής αδελφής τής συζύγου κάποιου 2. συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»] …

    Dictionary of Greek

  • 43Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …

    Dictionary of Greek

  • 44Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 45ξυγγενῆ — συγγενῆ , συγγενεύς masc nom/voc/acc dual συγγενῆ , συγγενεύς masc acc sg συγγενῆ , συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συγγενῆ , συγγενής congenital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συγγενῆ , συγγενής… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 46ξυγγενέστερον — συγγενέστερον , συγγενής congenital adverbial comp συγγενέστερον , συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενέστερον , συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 47συγγενῆ — συγγενεύς masc nom/voc/acc dual συγγενεύς masc acc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 48Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …

    Dictionary of Greek

  • 49ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 50αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek