συγγενής

  • 121αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …

    Dictionary of Greek

  • 122αγρωστώδη — τα, ἀγρωστίδες, οι μεγάλη οικογένεια τών Μονοκοτυλήδονων, συγγενής με τις οικογένειες τών Κυπεριδών και τών Γιουγκιδών (βούρλα). Περιλαμβάνει φυτά ποώδη, σπανίως θαμνώδη ή δενδρώδη, συνήθως με ρίζωμα και βλαστό καλαμοειδή …

    Dictionary of Greek

  • 123αγχίσπορος — ἀγχίσπορος, ον (Α) αυτός που κατά το γένος είναι κοντά σε κάποιον, ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + σπείρω] …

    Dictionary of Greek

  • 124αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …

    Dictionary of Greek

  • 125αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …

    Dictionary of Greek

  • 126αθυρεοειδία — η Ιατρ. συγγενής (εκ γενετής), όχι κληρονομική έλλειψη (αγενεσία) θυρεοειδούς αδένα …

    Dictionary of Greek

  • 127αιθόλιξ — αἰθόλιξ ( ικος), η (Α) φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. ολ ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής… …

    Dictionary of Greek

  • 128αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… …

    Dictionary of Greek