συγγενής

  • 101Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 102Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… …

    Dictionary of Greek

  • 103άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 104άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …

    Dictionary of Greek

  • 105άλαρος — ο μικρός λάκκος, γούβα, γούρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. σημασιολογικά η λ. είναι συγγενής με το ουσ. αρός*] …

    Dictionary of Greek

  • 106άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 107άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …

    Dictionary of Greek

  • 108άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… …

    Dictionary of Greek

  • 109άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 110άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …

    Dictionary of Greek