συγγενής
11συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …
12συγγενέστατα — συγγενής congenital adverbial superl συγγενής congenital neut nom/voc/acc superl pl …
13συγγενέστατον — συγγενής congenital masc acc superl sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc superl sg …
14τοξοπλάσμωση — Συγγενής ή επίκτητη λοίμωξη που προκαλείται από ένα πρωτόζωο, ενδοκυτταρικό παράσιτο (Toxoplasma Gondii), που προσβάλλει τα σπλάγχνα, τα μάτια και το νευρικό σύστημα. Στην επίκτητη τ., οξείας γενικά διαδρομής, παρατηρούνται διάφορες μορφές:… …
15δαλτονισμός ή αχρωματοψία — Συγγενής ανικανότητα διάκρισης των χρωμάτων. Οφείλει την ονομασία της στον φημισμένο Άγγλο χημικό Τζον Ντάλτον, ο οποίος έπασχε ο ίδιος από αυτή τη νόσο και την περιέγραψε πρώτος με ακρίβεια. Η συνηθέστερη μορφή της χαρακτηρίζεται από τύφλωση ως… …
16συγγενεστάτη — συγγενής congenital fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
17συγγενεστάτην — συγγενής congenital fem acc superl sg (attic epic ionic) …
18συγγενεστάτης — συγγενής congenital fem gen superl sg (attic epic ionic) …
19συγγενεστάτοις — συγγενής congenital masc/neut dat superl pl …
20συγγενεστάτου — συγγενής congenital masc/neut gen superl sg …