στῡλίς
1στυλίς — στῡλίς , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom sg …
2επιστυλίς — ἐπιστυλίς, ἡ (Α) [στυλίς] επιστύλιο …
3στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… …
4Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …
5ՍԻՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Early classical գ. στύλος columna. կամ ըստ հայումս՝ κιονίσκος, κιονίς, στυλίσκος, στυλίς columella. Սիւն փոքրիկ. ... տես. Ել. ՟Ի՟Զ. 16 = 18: ՟Լ՟Է. 11: *Որպիսի սիւնակք, կամ որպիսի ապարումք. Ոսկ. ես.:… …
6στυλίδα — στῡλίδα , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem acc sg …
7στυλίδες — στῡλίδες , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom/voc pl …
8στυλίδι — στῡλίδι , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem dat sg …
9στυλίδος — στῡλίδος , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen sg …
10στυλίδων — στῡλίδων , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen pl …
- 1
- 2