στῠγό-δεμνος

  • 1φυγόδεμνος — ον, ΜΑ φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγό δεμνος] …

    Dictionary of Greek