στᾱς-
1στᾶς — ἵστημι make to stand aor ind act 2nd sg (doric) στᾶ̱ς , στάζω drop fut ind act 2nd sg (doric) …
2στᾷς — στάζω drop fut ind act 2nd sg (epic) …
3στάς — στά̱ς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg …
4σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… …
5χοροστάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) γιορτή τελούμενη με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάς, στάδος (< θ. στα δ τού ἵστημι, πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. παρα στάς] …
6Симон волхв — (ό μάγος) из самарийского мст. Гиттон, современник апостолов, основатель существовавшей еще в III в. гностической секты симониан, или еленгиан (по имени его спутницы Елены). По общему мнению древних христианских писателей (Иустин, Ириней, Ипполит …
7Симон Волхв — (греч. Σίμων ό μάγος)  из самарийского местечка Гиттон, современник апостолов, по преданию, основатель существовавшей до III в. гностической секты симониан, или еленгиан (по имени его спутницы Елены). По общему мнению некоторых древних… …
8MYRTUSSA — vel MYRTUSA, mons Libyae. Callimachus in Apollinem, Στὰς ἐπὶ Μυρτούσης κερατώδεος. Ubi Schol. Μύρτουσα ὄρος Λιβύης. Idem habet Steph. Eius meminit Apoll. l. 2. Αἱ Λιβύην ενέμοντο παραὶ Μυρτώσιον αἶπος. Nic. Lloyd …
9ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …
10ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …