στᾰσις

  • 91hemostasis — (Del gr. haima, sangre + histemi, detener.) ► sustantivo femenino MEDICINA Detención, esporádica o artificial, de una hemorragia: ■ le produjeron la hemostasis con fármacos. IRREG. plural hemostasis * * * hemostasis (de «hemo » y el gr. «stásis» …

    Enciclopedia Universal

  • 92iconostasio — (Del gr. eikon, imagen + stasis, acción de poner.) ► sustantivo masculino RELIGIÓN, ARQUITECTURA Especie de retablo o mampara de los templos de rito ortodoxo, con imágenes sagradas pintadas, que consta de una puerta grande y a su lado dos más… …

    Enciclopedia Universal

  • 93menostasia — (Del lat. mensis, mes + gr. stasis , detención.) ► sustantivo femenino FISIOLOGÍA Supresión o retención de la menstruación. * * * menostasia (del gr. «mḗn, mēnós», mes, y «stásis», detención) f. Med. Detención de la *menstruación por un obstáculo …

    Enciclopedia Universal

  • 94Стаз — (греч. στάσις  стояние, неподвижность)  остановка в просвете того или иного трубчатого органа его физиологического содержимого[1]. Стаз может возникать в различных случаях: Прекращение тока крови (гемостаз) или лимфы (лимфостаз) в… …

    Википедия

  • 95иконостас — (от икона и греч. στάσις место стояния), перегородка с иконами в православном храме, отделяющая от основной части его интерьера алтарную часть. Иконостас пришёл на смену низкой алтарной преграде с иконами над ней. В своей развитой форме (высокий… …

    Словарь храмового зодчества

  • 96-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …

    Dictionary of Greek

  • 97ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 98αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 99αιγόστασις — αἰγόστασις, η (Α) μάντρα κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + στάσις < ἵστημι] …

    Dictionary of Greek

  • 100αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …

    Dictionary of Greek