στᾰσις
1στάσις — στάσῑς , στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) στάσις placing fem nom sg …
2στάσις — εως, ἡ, ΜΑ βλ. στάση …
3στάσι — στάσις placing fem voc sg στάσῑ , στάσις placing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …
4στάσεσι — στάσις placing fem dat pl …
5στάσεσιν — στάσις placing fem dat pl …
6στάσιας — στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
7στάσιες — στάσις placing fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
8στάσιν — στάσις placing fem acc sg …
9στάσιος — στάσις placing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
10στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …