στᾰσις

  • 121στασίαρχος — ὁ, Α 1. επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας 2. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + αρχος*] …

    Dictionary of Greek

  • 122στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… …

    Dictionary of Greek

  • 123στασίζω — Α [στάσις] στασιάζω, υποκινώ σε στάση …

    Dictionary of Greek

  • 124στασίνχαλκον — τὸ, Α έπιπλο ή κοίλωμα στο οποίο στηριζόταν χάλκινο αγγείο με κυρτή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + χαλκός] …

    Dictionary of Greek

  • 125στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …

    Dictionary of Greek

  • 126στασιάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμού αρχ. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + άρχης*] …

    Dictionary of Greek

  • 127στασιοκοπώ — έω, Μ εξεγείρω σε στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 128στασιοποιός — όν, ΜΑ αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + ποιός*] …

    Dictionary of Greek