στᾰσις
11ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… …
12θεόστασις — θεόστασις, ἡ (Α) υπόβαθρο πάνω στο οποίο ιδρύονταν αγάλματα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στασις (< ίστημι), πρβλ. ιππό στασις, ξενό στασις] …
13κριόστασις — κριόστασις, έως, ἡ (Α) η ξύλινη βάση τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού στασις, ιππό στασις] …
14στάσει — στά̱σει , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (epic doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind act 3rd sg (doric) στάσις placing fem nom/voc/acc dual (attic epic) στάσεϊ , στάσις… …
15стояние — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (στάσις) всенощное бдение в четверг и субботу пятой нед. Вел …
16βούστασις — βούστασις, η και βουστασία, η (Α) το βούσταθμον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βούστασις < βους + στάσις, ο δε τ. βουστασία < βους + στασία < στατός < ίστημι ή πιθ. < βους + στάσις] …
17μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …
18ԿՌԻՒ — (կռուոյ, ոց.) NBH 1 1127 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 12c գ. μάχη pugna, rixa, contentio στάσις seditio. (լծ. իտ. կուէ՛ռռա. պ. եւ հյ. գոռ. կուռ. եւայլն:) Վէճ. կագ. մաքառումն. մարտ. պատերազմ. հակառակութիւն բանիւ կամ գործով կամ… …
19στάσεις — στά̱σεις , ἵστημι make to stand aor subj act 2nd sg (epic doric) στά̱σεις , ἵστημι make to stand fut ind act 2nd sg (doric) στάσις placing fem nom/voc pl (attic epic) στάσις placing fem nom/acc pl (attic) στάζω drop aor subj act 2nd sg (epic)… …
20крамола — Заимств. из цслав.; укр. коромола – то же, коромоли мн. интриги, происки , др. русск. коромола (грам. 1289, 1340 гг., Ипатьевск. летоп., Новгор. летоп.; см. Ляпунов, ИОРЯС 30, 13), ст. слав. крамола στάσις (Мар., Зогр., Супр.), болг. крамола шум …