στᾰδιαῖος
1σταδιαῖος — a stade long masc nom sg …
2σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …
3σταδιαῖον — σταδιαῖος a stade long masc acc sg σταδιαῖος a stade long neut nom/voc/acc sg …
4σταδιαῖα — σταδιαῖος a stade long neut nom/voc/acc pl …
5σταδιαῖαι — σταδιαῖος a stade long fem nom/voc pl …
6σταδιαίου — σταδιαῖος a stade long masc/neut gen sg …
7σταδιαίῳ — σταδιαῖος a stade long masc/neut dat sg …
8σταδιαία — σταδιαίᾱ , σταδιαῖος a stade long fem nom/voc/acc dual σταδιαίᾱ , σταδιαῖος a stade long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
9σταδιαίας — σταδιαίᾱς , σταδιαῖος a stade long fem acc pl σταδιαίᾱς , σταδιαῖος a stade long fem gen sg (attic doric aeolic) …
10ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] …
- 1
- 2